συγχρῶμαι

συγχρῶμαι
συγχράομαι
make use of
pres subj mp 1st sg (attic epic ionic)
συγχράομαι
make use of
pres ind mp 1st sg
συγχράομαι
make use of
pres subj mp 1st sg (attic epic doric ionic)
συγχράομαι
make use of
pres subj mp 1st sg (attic epic ionic)
συγχράομαι
make use of
pres ind mp 1st sg (attic)
συγχράομαι
make use of
pres subj mp 1st sg (attic epic ionic)
συγχράομαι
make use of
pres ind mp 1st sg (ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • συγχρώμαι — άομαι, Α 1. χρησιμοποιώ, μεταχειρίζομαι κάτι από κοινού με κάποιον άλλο 2. ωφελούμαι από κάτι, τό εκμεταλλεύομαι («συγχρᾱσθαι τῇ ἀπὸ τῶν φίλων εὐνοίᾳ», επιγρ.) 3. έχω σχέσεις με κάποιον, τὸν συναναστρέφομαι («οὐ... συγχρῶνται Ἰουδαῑοι… …   Dictionary of Greek

  • σύγχρησις — ήσεως, ἡ, Α [συγχρῶμαι] 1. η από κοινού χρήση 2. συναναστροφή, συγχρωτισμός 3. φρ. «σύγχρησις ὀνομάτων» η χρήση τών λέξεων ως συνωνύμων …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”